ἡλιομανής

ἡλιομανής
ἡλιο-μᾰνής, ές,
A sun-mad, mad for love of the sun, epith. of the cicada, Ar.Av.1096 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηλιομανής — ἡλιομανής, ὲς (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που αγαπά τον ήλιο μέχρι τρέλας, ο τρελός για τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + μανης (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, οινο μανής] …   Dictionary of Greek

  • ἡλιομανής — sun mad masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”